φρύαγμα

φρύαγμα
φρύ-αγμα [pron. full] [ῠ], ατος, τό,
A violent snorting, esp. neighing or whinnying of a spirited horse ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχή, EM801.11),

ἱππικὰ φ. A.Th.245

,475, S.El.717;

φ. καὶ φύσημα X.Eq. 11.12

; also of a boar, Opp.C.2.457.
II metaph., wanton behaviour, insolence, M.Ant.4.48;

τὸ ἐπ' ὀφρύσι φ. AP12.101

(Mel.); σοβαρὸν φ. ib.5.17 (Rufin.);

τὸ φ. αἴρειν Ael.NA7.12

;

φ. πρός τινα Luc.Cat.26

;

φ. ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12

, cf. Philostr.Im. 2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρύαγμα — violent snorting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φρύαγμα — το, ατος 1. δυνατό και ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια (ιδίως για άλογα κ.ά.). 2. ακατάσχετες κινήσεις δυνατού ζώου. 3. μτφ., υπερβολικός θυμός, έξαλλη οργή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρύαγμ' — φρύαγμα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμάτων — φρύαγμα violent snorting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγμασιν — φρύαγμα violent snorting neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματα — φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματι — φρύαγμα violent snorting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματος — φρύαγμα violent snorting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγμαθ' — φρυάγματα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl φρυάγματι , φρύαγμα violent snorting neut dat sg φρυάγματε , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • шатать — ся, укр. шататися шататься , др. русск. шатати ся блуждать , также хвалиться (Александрия, ХV в.), ст. слав. шѩтаниѥ φρύαγμα (Супр.), сербск. цслав. шѩтати сѩ φρυάττεσθαι, болг. шетам хожу туда сюда, хозяйничаю, прислуживаю , сербохорв. шетати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”